- ἀλκυόνας
- ἀλκυώνkingfisherfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλκυόνας — ἀλκυόνας , ἀλκυών kingfisher fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκυόνας — Ἀλκυόνᾱς , Ἀλκυόνη fem acc pl Ἀλκυόνᾱς , Ἀλκυόνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HALCYON — marina avis, παρὰ τὸ εν ἀλὶ κύειν, ex eo, quod in mari concipit et parit, dicta, a cantus dulcedine commendatur, Eâ enim nullam avem suavius canere, ait Oppian. et Tymnaeus, ut avem a cantrus gratia maxime laudet, Antholog. l. 3. c. 24. dicit,eam … Hofmann J. Lexicon universale
αλκυόνα — και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, όνος) κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος) αρχ. μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι … Dictionary of Greek
κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… … Dictionary of Greek